- ζυθοζύμη
- η пивные дрожжи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυθοζύμη — η η καλλιέργεια σακχαρομύκητα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή ζύθου, αλλά και ψωμιού, κρασιού, αλκοόλης, απεσταγμένου λικέρ κ.ά., επίσης ως πηγή βιταμινών τής ομάδας Β, κν. μαγιά τής μπίρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ζύμη] … Dictionary of Greek
μαγιά — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * η 1. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών σακχαρομυκήτων που αποτελούν τις ζύμες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε διαφόρους κλάδους τής βιομηχανίας 2. (ειδικά) η ξηρή συμπυκνωμένη μορφή με την… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
σακχαρομύκητες — Οικογένεια ή τάξη μικροσκοπικών μυκήτων, που υπάγεται στην τάξη ή κλάση των ασκομυκήτων. Έχουν μορφή σφαιρικών ή ελαφρά επιμηκών κυττάρων, μοναχικών ή κατά αλυσίδες, περισσότερο ή λιγότερο διακλαδιζόμενες. Οι σ. παράγουν ασκούς, δηλαδή ασκοειδή… … Dictionary of Greek
μαγιά — η (λ. τουρκ.) 1. το προζύμι, η πυτιά, η ζυθοζύμη: Για να φουσκώσει η ζύμη χρειάζεται μαγιά. 2. το πρώτο μικρό κεφάλαιο για το ξεκίνημα μιας επιχείρησης: Θέλω ν’ ανοίξω ένα κατάστημα αλλά δεν έχω τη μαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)